Enzian's list


Tα καλύτερα μου για το 2011:
10. Lou Reed and Metallica – Lulu. Γιατί όταν σε 20 χρόνια θα ανακαλυφθεί αυτό το «χαμένο αριστούργημα» μόνο εγώ θα το έχω στις λίστες μου.
9. Real Estate – Days. Γιατί το φθινόπωρο μπορεί να είναι ένα παρατεταμένο καλοκαίρι παρά μια εισαγωγή στο χειμώνα.
8. Shakey Graves – Roll the Bones. Γιατί ο τύπος είναι από το Austin. Και ο δίσκος του είναι ό,τι πιο αυθεντικό άκουσα φέτος.
7. Fleet Foxes – Helplessness Blues. Γιατί ανταπεξήλθαν στις τεράστιες προσδοκίες χωρίς να ακολουθήσουν την πεπατημένη.
6. Radiohead – King of Limbs. Γιατί είναι ο καλύτερος δίσκος τους εδώ και μια δεκαετία. Απλά πράγματα.
5. Kurt Vile – Smoke Ring for my Hallo. Γιατί ανεβαίνει τα σκαλοπάτια δέκα-δέκα. Γιατί η φωνή του είναι μοναδική. Γιατί είναι μαλλιάς – πρωτίστως.
4. Girls – Father, Son, Holy Ghost. Γιατί συνδυάζουν εξυπνάδα και ευαισθησία. Γιατί αξιοποιούν την πιο πλούσια δεκαετία του ροκ, τα 70’ς. Γιατί γράφουν ερωτικά τραγούδια με τίτλο Vomit.

και πάμε στο βαρύ πυροβολικό, ισοβαθμία ουσιαστικά:

3. Bill Callahan – Apocalypse. Γιατί – επιτέλους – είναι ο σημαντικότερος singer/songwriter της τελευταίας 15ετίας. Ό,τι λένε οι λέξεις – και singer και songwriter.
2. P.J. Harvey – Let England Shake. Γιατί επανιδρύει τον εαυτό της στα γεράματα. Γιατί δεν έχει σταματήσει να μας εκπλήσσει. Γιατί είναι ΘΕΑ.
1. Bon Iver – Bon Iver. Γιατί σε μια εποχής ρηχότητας επιλέγει το βάθος. Γιατί σε μια εποχή ταχύτητας σε υποχρεώνει να σταθείς και να ακούσεις. Γιατί τολμάει – οι πιο ριψοκίνδυνες και ευρηματικές ενορχηστρώσεις σε φετινό δίσκο.



Έμειναν έξω, όχι απαραίτητα δίκαια, οι: Anne Calvi, Richmond Fontaine, Atlas Sound, Battles, Fergus and Geronimo, Dirty Beaches, Dodos, Crystal Stilts, Iron and Wine, Moon Duo, White Denim.


καλό 201
2

Real Estate - Days (2011)


Πότε πρόλαβαν οι Real Estate να εξελιχθούν σε αρχετυπικό indie συγκρότημα δεν ξέρω. Αλλά είναι όλα εδώ: το nerdy ίματζ, τα ψιθυριστά φωνητικά, οι απαλές κιθάρες χωρίς παραμόρφωση, οι νοσταλγικοί στίχοι. Τους ακούς και σκέφτεσαι πως σίγουρα είναι το καινούριο αγαπημένο συγκρότημα του Wes Anderson.


Ο δεύτερος δίσκος τους Days δεν έχει τις μεγάλες στιγμές του ντεμπούτου τους, και αυτό μπορεί να ξενίσει τους φίλους τους – δεν παίζει Beach Comber. Ακούγεται όμως απνευστί και εθιστικά, σαν μια ενιαία πρόταση σταθερά υψηλής ποιότητας, σαν ένα κομμάτι φθινοπωρινής μελαγχολίας που μυρίζει αρμύρα, τώρα που το καλοκαίρι τελείωσε και περπατάμε στην αμμουδιά τυλιγμένοι με τα μπουφάν μας και ο παγερός χειμώνας δεν θα αργήσει – τα μπλουζ του New Jersey.


Ίσως και οι Real Estate να γίνονται δέσμιοι της μουσικής τους πρότασης και το αποτέλεσμα να ακούγεται κάποιες φορές επίπεδο. Από την άλλη, έχουν μια μουσική πρόταση, απόλυτα διακριτή και ιδιόμορφη: είναι κυρίως οι κιθάρες του Ducktails που την εκφράζουν, αναγνωρίσιμες στο δευτερόλεπτο. Όχι μικρό επίτευγμα σε μια εποχή και σε ένα μουσικό όργανο όπου έχουν ήδη παιχτεί όλα.


Και στην τελική κατεβάζεις το παράθυρο του αυτοκινήτου, τυλιγμένος με το μπουφάν σου, και προσπαθείς να ξεγελάσεις τον εαυτό σου πως είναι ακόμη καλοκαίρι. Και ξαναβάζεις το Days από την αρχή. Και κατευθύνεσαι προς τη θάλασσα – τα μπλουζ της Αθήνας. Είναι μικρός ο κόσμος μας.

Drummerworld


Όπως και στον αθλητισμό έτσι και στη μουσική τα μεγάλα αστέρια έχουν προ πολλού σταματήσει να υπάρχουν. Υπερπαίκτης ο Διαμαντίδης, αλλά τον βάζεις δίπλα στον Γκάλη; 40 γκολ το χρόνο βάζει ο Ρονάλντο, πιάνει μία μπροστά στον Τζορτζ Μπεστ; Υπάρχουν και εξαιρέσεις αλλά στις μέρες – όσο καλή μουσική και να γίνεται – η ατομική αξία έχει αφανιστεί.

Σήμερα γράφω για αυτή την ατομική αξία στα ντραμς και υποχρεωτικά πηγαίνω 30 με 40 χρόνια πίσω. Τρία μουσικά δείγματα όπου το παίξιμο των ντραμς απογειώνει το μουσικό κομμάτι, χάρις στην προσωπική ιδιοφυΐα των αντίστοιχων ντραμέρηδων.

Και ξεκινάω με τους Can και το Vitamin C. 


Πολλά σούρνουμε στους Γερμανούς τελευταία, αλλά χαλάλι τους άμα βγάζουν τέτοιες γκρουπάρες. Το κομμάτι είναι αριστούργημα ούτως ή άλλως, το παίξιμο όμως του κύριου Liebezeit είναι από άλλο πλανήτη.


Ούτε rock μπορείς να το πεις ούτε jazz, πρόκειται για προσωπικό μουσικό ιδίωμα για το οποίο θα έπρεπε να διεκδικήσει ευρεσιτεχνία. Και αφήνω στην άκρη τον πεντακάθαρο ήχο και τις συνεχείς και εντελώς απρόβλεπτες αλλαγές στο ρυθμό: αυτό που με συγκινεί πρώτιστα είναι οι εναλλαγές στο piano και το forte, στα σιγανά και στα δυνατά, στο πως καταμερίζει μέσα στο κομμάτι την ένταση του ήχου του. Με τον τρόπο αυτό δημιουργεί ηχητικές αποχρώσεις εφάμιλλες ενός ζωγράφου, αποχρώσεις που αποτελούν το θεμέλιο της μουσικής των Can.

Και συνεχίζω με τους Police και τον ανεπανάληπτο Stewart Copeland. 


Θα μπορούσα να φανταστώ τους Police ακόμη και χωρίς τον Sting (που λέει ο λόγος) αλλά όχι χωρίς τον Copeland. Ας ακούσουμε για ακόμη μια φορά ένα κομμάτι που έχουμε ακούσει 732 φορές, το Message in a Bottle για παράδειγμα, ένα τραγούδι που το ξέρουμε απ’ έξω. Ας προσέξουμε τα τύμπανα: ξέρεις πότε θα βαρέσει το ταμπούρο; όχι. Και δεν θα το βαρέσει μόνο του, θα το βαρέσει με το πιατίνι. Και τώρα παίζει πάνω στα toms, αλλά και αυτό το είχες ξεχάσει. Ναι, τώρα θα βαρέσει το πιατίνι, το θυμάσαι αυτό, αλλά θα χτυπήσει το ride και όχι το crash που όλοι οι ντράμερ του γαλαξία μας θα χτυπούσαν. Ο άνθρωπος είναι ο μάγος του απροσδόκητου, κάθε βίδα του kit του έχει την προσωπική της αξία, κάθε χτύπημά του πάνω στα τύμπανα σημαίνει και κάτι. Και κάποιος μπορεί να πει πως υπάρχουν άφθονοι ντράμερ στη jazz που παίζουν με αυτό τον ιδιόμορφο τρόπο. Συμφωνώ, αλλά κανείς τους δεν έχει ενσωματώσει αυτό το παίξιμο στις απαιτήσεις ενός ροκ ή ποπ τραγουδιού χωρίς να ακούγεται παράταιρος. Και εδώ έγκειται η μεγαλοφυΐα του Copeland.


Και τελειώνω με John Bonham. 


Τον ξέρουμε όλοι, είναι ο κλασικός ροκ ντράμερ που παίζει δυνατότερα από όλους και παίζει τις κάλτσες του και σολάρει 10 λεπτά στο Moby Dick με απίστευτη ταχύτητα. Εγώ όμως δεν διαλέγω το Moby Dick ή το Achilles Last Stand – όπου τα «σπάει» όπως κανείς άλλος ποτέ. Διαλέγω το Kashmir, που τα τύμπανά του μπορώ να τα παίξω και εγώ (πάλι που λέει ο λόγος). Και όμως αυτή η απλότητα, αυτή η συσσωρευμένη, ανέκφραστη ένταση στο παίξιμο – που βρίσκει διέξοδο μόνο σε ελάχιστες στιγμές – προσδίδουν στο κομμάτι τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του. Ήλιος και άμμος, η έρημος, ο άνθρωπος που διαβαίνει την έρημο – ο Bonham εκφράζει την βαθύτερη ουσία της μουσικής και των στίχων του Kashmir με το απέριττο, δωρικό παίξιμό του, την εκφράζει και την υποστηρίζει ταυτόχρονα. Χαίρομαι ιδιαίτερα που μετά από τόσα χρόνια βρήκα στο ίντερνετ την επιβεβαίωση του ισχυρισμού μου από τον ίδιο τον Robert Plant: «είναι αυτά που δεν έπαιξε (ο Βonham) που έκαναν το τραγούδι να λειτουργήσει».


Διάλεξα να παρουσιάσω τρεις πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους ντράμερ, που ωστόσο μοιράζονταν ένα κοινό μυστικό: πως αν τα κρουστά παράγουν ήχο και αν η μουσική είναι ήχος τότε τα κρουστά μπορούν να παράγουν μουσική. Απεριόριστο respect και στους τρεις.

Supertramp - School (Crime of the Century, 1974)


Κάποιες φορές στην τέχνη – μάλλον στο διάολο η τέχνη, στην δημιουργική έκφραση θέλω να πω – συνεργάζονται όλα για να αποδώσουν την τελειότητα. Μας αρέσει να αποδίδουμε το αποτέλεσμα στη διάνοια εξαιρετικών, υπερανθρώπινων οντοτήτων. Στην πραγματικότητα πολλά συμβαίνουν ερήμην του δημιουργού. Ανοικτότητα χρειάζεται – να ακούσεις την μουσική που ήδη υπάρχει, να την ανακαλύψεις. Και αποφασιστικότητα. Και πάθος – κάτι που τέλος πάντων ζεσταίνει την περιοχή ανάμεσα στη λεκάνη και το στήθος.

Άκουσα πρόσφατα τυχαία στο ραδιόφωνο το School των Supertramp – δύο φορές σε 3 μέρες. Δεν τους έχω και σε καμία τεράστια υπόληψη. Έχουν έναν εκπληκτικό πρώτο δίσκο, εντελώς παραγνωρισμένο, από τα διαμάντια του βορειοαμερικάνικου progressive rock των 70’ς. Σιγά-σιγά ακολούθησαν και αυτοί την μοίρα των συνοιδοπόρων τους – Kansas, Journey, Styx κλπ – και απορροφήθηκαν ολοκληρωτικά από τις απαιτήσεις της μουσικής βιομηχανίας και του mainstream. Υπάρχουν όμως διάσπαρτες στιγμές στη δισκογραφία τους που απορείς από πού μπορεί να έχει έρθει τόση έμπνευση.


  
Πόσα αμέτρητα rock’n’roll τραγούδια για γκόμενες, για κραιπάλες, για βία, για χαμένους έρωτες. Και πόσα ελάχιστα για την παιδική ηλικία. Και είναι τόση η δύναμη της παιδικής ψυχής που κοιμάται μέσα σε όλους μας, που αυτή η δύναμη νομίζω πως επέτρεψε στο θαύμα της τελειότητας να συμβεί. 


Γιατί ακούς τη μοναχική φυσαρμόνικα στην αρχή του School και σε χτυπάει κατευθείαν στο στήθος. Και έρχονται με τον ήχο της όλες οι ατελείωτες ώρες που περνούσες σαν παιδί μόνος σου σε κάποιο δωμάτιο, όλη η μοναξιά του παιδιού, είχες δεν είχες αδέρφια. Και ακούς τις στριγγλιές των παιδιών που παίζουν έξω. Και είσαι full of doubt.


Θέλεις να παίξεις και δεν σε αφήνουν. Και έρχεται το πιάνο στη μέση του τραγουδιού και χορεύεις μόνος σου στο δωμάτιο. Και δεν ξέρεις αν είσαι υπέρμετρα χαρούμενος ή υπέρμετρα λυπημένος. Γιατί είσαι και τα δύο, γιατί μπορείς να είσαι και τα δύο, και η μουσική στο επιβεβαιώνει αυτό. Το ξέρεις μέσα σου και η μουσική σου το θυμίζει.


Το School ανοίγει τον τρίτο δίσκο των Supertramp, Crime of the Century. Eίναι ένας πραγματικά πολύ καλός δίσκος, ούτε μια στιγμή του όμως δεν πλησιάζει το μεγαλείο του School. Η παιδική ψυχή μίλησε εκεί. Αλλά αρκεί μια φορά να μιλήσει και επιτέλους να ακουστεί για να αλλάξουν όλα.